- σαρκοφαγώ
- (ε) αμετ. быть плотоядным, питаться мясом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σαρκοφαγώ — σαρκοφαγῶ, έω, ΝΑ [σαρκοφάγος] είμαι σαρκοφάγος, τρώγω σάρκες αρχ. 1. τρώγω τις σάρκες κάποιου («σαρκοφαγοῡσι τὰς ζώων σάρκας», Διόδ.)* 2. φρ. «σαρκοφαγῶ μέλη» κόβω σε κομμάτια, κατακόπτω (Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek
σαρκοφάγῳ — σαρκόφαγος eating flesh masc/fem/neut dat sg σαρκοφάγος eating flesh masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)